Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η γήινη σφαίρα

  • 1 глобус

    глобус м η γήινη σφαίρα
    * * *
    м
    η γήινη σφαίρα

    Русско-греческий словарь > глобус

  • 2 сфера

    θ.
    1. σφαίρα•

    земная сфера η γήινη σφαίρα.

    2. έκταση•

    сфера действие артиллерйй-ского огня ακτίνα δράσης των βλημάτων πυροβολικού.

    3. τομέας.
    4. κύκλος, περιβάλλον•

    высшая сфера οι ανώτεροι κοινωνικοί κύκλοι.

    5. μτφ. έκταση ενέργειας, δικαιοδοσίας, επίδρασης.
    εκφρ.
    сфера влияния – (πολιτ.) σφαίρα επιρροής.

    Большой русско-греческий словарь > сфера

  • 3 глобус

    глобус
    м ἡ γἤίνη σφαίρα, ἡ ὑδρόγειος σφαίρα.

    Русско-новогреческий словарь > глобус

  • 4 шар

    шар
    м ἡ σφαίρα/ геом. ὁ γλόμπος:
    бильярдный \шар ἡ μπίλια τοδ μπιλλιάρ-δου· земной \шар ἡ γήινη σφαίρα· возду́ш-ный \шар τό ἀερόστατο[ν]· ◊ хоть \шаро́м покати ἐντελώς ἄδειος.

    Русско-новогреческий словарь > шар

  • 5 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 6 шар

    -а (με τα αριθμητικά:2,3,4: шара) α.
    1. (γεωμ.) η σφαίρα.
    2. κάθε σφαιροειδές αντικείμενο•

    бильярдные -ы οι μπίλες του μπιλιάρδου.

    3. παλ. σφαιρίδιο (ψηφοφορίας)•

    белый шар λευκό σφαιρίδιο (υπέρ)•

    чрный шар το μαύρο σφαιρίδιο (κατά).

    4. (απλ.) πλθ. шары, -ов τα μάτια.
    εκφρ.
    земной шар – γήινη σφαίρα•
    шар запить -ы – πίνω, το τσούζω, μεθώ•
    хоть -ом покати – τελείως άδειος, κενός.

    Большой русско-греческий словарь > шар

  • 7 земной

    земи||ой
    прил γήινος, ἐπίγειος:
    \земной шар ἡ γήινη σφαίρα· \земнойая ось ὁ ἄξων τής γῆς· \земнойая кора ὁ φλοιός τής γής· ◊ \земной поклон ἡ ἐδαφιαία ὑπόκλιση.

    Русско-новогреческий словарь > земной

  • 8 глобус

    [γκλόμπους] οοσ. α. γήινη σφαίρα

    Русско-греческий новый словарь > глобус

  • 9 глобус

    [γκλόμπους] ουσ α γήινη σφαίρα

    Русско-эллинский словарь > глобус

  • 10 земля

    -и, αιτ. землю, πλθ. земли, γεν. земель, δοτ. землям θ.
    1. γη, γήινη σφαίρα, ο πλανήτης μας•

    земля вращается вокруг солнца η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.

    2. η ξηρά.
    3. έδαφος•

    плодородная земля εύφορη γη•

    бесплодная земля άγονη γη•

    песчаная земля αμμώδες έδαφος•

    пахотная земля καλλιεργήσιμη γη•

    обетованная земля γη της επαγγελίας•

    национализация -и εθνικοποίηση της γης•

    церковные -и τα τσιφλίκια της εκκλησίας (βακούφικα): помещичья земля η τσιφλικάδικη γη•

    колхозная земля κολχόζνικη γη.

    || χώμα•

    жирная земля παχύ χώμα•

    рыхлая земля αφράτο χώμα•

    бросить на -ю ρίχνω καταγής (χάμω)•

    лечь на -ю ξαπλώνω καταγής.

    || χώρα, τόπος, κράτος•

    он живт в чужой земле αυτός ζει σε ξένη χώρα•

    необитаемые -и ακατοίκητα μέρη.

    4. παλ. άκρη, φόντος με διακόσμηση υφάσματος ή χαρτιού.
    εκφρ.
    словно из -и ή из-под -и – εμφανίζομαι σαν τον Φαντομά (απροσδόκητα)•
    -и под собой не слышать ή не чуятьκ.τ.τ. πετώ από τη χαρά μου.
    θ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «З».

    Большой русско-греческий словарь > земля

  • 11 земной

    επ.
    1. γήινος, της γης•

    -ая кора ο φλοιός της γης•

    -ая поверхность η επιφάνεια της γης•

    -ая ось ο άξονας της γης•

    земной шар η γήινη σφαίρα.

    2. επίγειος, εγκόσμιος•

    земной рай επίγειος παράδεισος•

    -ые блага επίγεια αγαθά•

    земной поклон εδαφιαία υπόκλιση•

    окончить -ое странствие τελειώνω το δρόμο της ζωής (πεθαίνω).

    Большой русско-греческий словарь > земной

  • 12 твердь

    θ.
    1. παλ. το στερέωμα, ο ουρανός, ο ουράνιος θόλος.
    2. η γήινη σφαίρα, η σκληρή επιφάνεια της γης ή των σωμάτων.

    Большой русско-греческий словарь > твердь

  • 13 земной

    земной γήινος \земной шар η γήινη (или υδρόγειο) σφαίρα
    * * *

    земно́й шар — η γήινη ( или υδρόγειο) σφαίρα

    Русско-греческий словарь > земной

  • 14 шар

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шар

См. также в других словарях:

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

  • σφαίρα — η 1. βλήμα όπλου: Τον βρήκε μια σφαίρα στο κεφάλι. 2. (γεωμ.), είδος στερεού σώματος που όλα τα σημεία της επιφάνειάς του απέχουν εξίσου από το κέντρο. 3. μτφ., κάθε σώμα με σχήμα σφαιρικό: Γήινη σφαίρα. 4. περιοχή δράσης ή δικαιοδοσίας: Η Ελλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… …   Dictionary of Greek

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • ασυμπτωτικές διευθύνσεις — Η κατεύθυνση προς την οποία κινούνται τα σωμάτια των κοσμικών ακτίνων, προτού μεταβληθεί η τροχιά τους, εξαιτίας της επίδρασης του μαγνητικού πεδίου της Γης. Τα σωμάτια της πρωτογενούς ακτινοβολίας με υπερβολικά υψηλές ενέργειες φτάνουν στο όριο… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γήινος — η, ο (AM γήινος, η, ον) [γη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη 2. αυτός που έχει τη σύσταση τής γης, χωμάτινος 3. επίγειος, υλικός (σε αντίθεση με τον ουράνιο ή τον αιθέριο) 4. ο ανθρώπινος, ο ατελής (σε αντίθεση με τον θεϊκό) 5. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»